συγκυριαρχία

συγκυριαρχία
Θεσμός του Διεθνούς Δίκαιου, σύμφωνα με τον οποίο δύο κράτη ασκούν κυριαρχία με ίσα δικαιώματα και εξουσίες και με αποφάσεις που παίρνουν από κοινού οι εκπρόσωποι τους, σε μια ξένη εδαφική κοινότητα. Με την επιβολή της, τα μέλη της τελευταίας δε γίνονται υπήκοοι του ενός ή του άλλου κράτους, αλλά υπάγονται στην ιδιαίτερη, αν και υποτελή, τοπική νομική τάξη, που καθορίζεται από τους συγκυρίαρχους. Ο βαθμός της υποτέλειας του είδους αυτού μπορεί να ποικίλλει. Κλασικό παράδειγμα ολοκληρωτικής υποταγής στη συγκυριαρχία τρίτων είναι το καθεστώς των Νέων Εβρίδων, που επιβλήθηκε με Συνθήκη του 1887 και το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1922 (σ. Γαλλίας - Μ. Βρετανίας). Πολύ πιο χαλαρή και περιορισμένη είναι η συγκυριαρχία της Γαλλίας και του Ισπανού επίσκοπου του Ούργελ στη Δημοκρατία της Ανδόρας, που χρονολογείται από το 1278. Άλλα παραδείγματα είναι η κοινή αγγλοαιγυπτιακή κυβέρνηση του Σουδάν (1899-1956), η συγκυριαρχία του Βέλγιου και της Πρωσίας (1816-1919) στο έδαφος του Μερέσνετ της Αυστρίας και της Πρωσίας (1864) στα δουκάτα Λάνενμπουργκ και Σλέσβιγκ-Χολστάιν.
* * *
η, Ν
1. από κοινού με άλλον κυριαρχία πάνω σε έναν τρίτο
2. δικαίωμα κυριαρχίας που ασκούν πολλές χώρες συγχρόνως πάνω στην ίδια χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκυρίαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκυριαρχία — η 1.κυριαρχία δύο κρατών πάνω στην ίδια περιοχή ή γενικά στο ίδιο πράγμα: Στόχος της αμερικανικής πολιτικής είναι η συγκυριαρχία Τούρκων και Ελλήνων στο Αιγαίο. 2. κυριαρχία δύο ανθρώπων στο ίδιο πράγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • Μπανκς — I (Banks). Νησιά του Αρκτικού Ωκεανού στα Β του Καναδά, που ανήκουν στη Μεγάλη Βρετανία. Ανακαλύφθηκαν το 1820 από τον Πάρι και εξερευνήθηκαν το 1850 από το Μακ Κουρ και το 1907 από το Χάρισον. Το όνομά τους το πήραν από εκείνο του Άγγλου… …   Dictionary of Greek

  • Πορτ Άρθουρ — (Port Arthur). Λιμάνι και πολεμικός ναύσταθμος της Κίνας. Στην Κινεζική ονομάζεται Λυσούν. Είναι σημαντικό κέντρο αλιείας, έχει μεγάλα ναυπηγεία και ελαφρά βιομηχανία. Το 1904 στο λιμάνι αυτό, οι Ιάπωνες βύθισαν τρία ρωσικά πλοία, γεγονός που… …   Dictionary of Greek

  • Πράγα — (Praha). Πρωτεύουσα της Τσεχίας και επαρχία και η ίδια (Hlavni mesto Praha, 496 τ. χλμ.). Η Π., που βρίσκεται σε θαυμάσια θέση στις όχθες του Μολδάβα (Βλτάβα), παραποτάμου του Έλβα, στην καρδιά της Βοημίας, στη συμβολή ενός πυκνού οδικού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”